ὑποδέννω

ὑποδέννω
ὑποδέννω,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υποδέννω — Μ βλ. ὑποδέω …   Dictionary of Greek

  • υποδέω — ΜΑ, και ὑποδέννυμι και ὑποδέννω και ὑποδένω Μ δένω τα σανδάλια κάτω από τα πόδια μου, φοράω τα παπούτσια μου αρχ. 1. τυλίγω τα πόδια με κάτι («τὰς καμήλους... ὑποδοῡσι καρβατίναις ὅταν ἀλγήσωσιν», Πλούτ.) 2. δένω κάτι από κάτω («ἁμαξίδας γὰρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”