ὑποδέννω
Look at other dictionaries:
υποδέννω — Μ βλ. ὑποδέω … Dictionary of Greek
υποδέω — ΜΑ, και ὑποδέννυμι και ὑποδέννω και ὑποδένω Μ δένω τα σανδάλια κάτω από τα πόδια μου, φοράω τα παπούτσια μου αρχ. 1. τυλίγω τα πόδια με κάτι («τὰς καμήλους... ὑποδοῡσι καρβατίναις ὅταν ἀλγήσωσιν», Πλούτ.) 2. δένω κάτι από κάτω («ἁμαξίδας γὰρ… … Dictionary of Greek